βγάζω

βγάζω
έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος
1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε.
2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια.
3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος.
4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει εφημερίδα.
5. εκλέγω: Βγήκε βουλευτής στις τελευταίες εκλογές.
6. εκβάλλω, οδηγώ: Ο δρόμος αυτός δε βγάζει πουθενά.
7. συμπεραίνω, εννοώ: Δεν μπορώ να τον πιστέψω γιατί δε βγάζω νόημα απ’ αυτά που λέει.
8. αποφοιτώ, ολοκληρώνω σπουδές: Του χρόνου βγάζω το πανεπιστήμιο.
9. δίνω όνομα, ονοματίζω: Έβγαλαν στο παιδί το όνομα του παππού του.
10. υπολογίζω: Δεν έβγαλες το σωστό αποτέλεσμα γιατί πρόσθεσες λάθος νούμερα.
11. μεταφέρω κάτι από εσωτερικό σε εξωτερικό χώρο: Έβγαλες έξω τα σκουπίδια;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βγάζω — βγάζω, έβγαλα, βγαλμένος βλ. πίν. 108 Σημειώσεις: βγάζω : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται και παθητική φωνή με αόριστο βγάλθηκα. Στην έρευνά μας δε συναντήσαμε παθητικούς τύπους του βγάζω (εκτός βέβαια από τη μτχ. βγαλμένος) και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] …   Dictionary of Greek

  • αποφυλακίζω — βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • ασημοβροντώ — βγάζω ασημένιο ήχο, ηχώ σαν ασήμι …   Dictionary of Greek

  • αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω …   Dictionary of Greek

  • εκβραχίζω — βγάζω βράχους από το έδαφος …   Dictionary of Greek

  • εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση …   Dictionary of Greek

  • ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”