- βγάζω
- έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε.2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια.3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος.4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει εφημερίδα.5. εκλέγω: Βγήκε βουλευτής στις τελευταίες εκλογές.6. εκβάλλω, οδηγώ: Ο δρόμος αυτός δε βγάζει πουθενά.7. συμπεραίνω, εννοώ: Δεν μπορώ να τον πιστέψω γιατί δε βγάζω νόημα απ’ αυτά που λέει.8. αποφοιτώ, ολοκληρώνω σπουδές: Του χρόνου βγάζω το πανεπιστήμιο.9. δίνω όνομα, ονοματίζω: Έβγαλαν στο παιδί το όνομα του παππού του.10. υπολογίζω: Δεν έβγαλες το σωστό αποτέλεσμα γιατί πρόσθεσες λάθος νούμερα.11. μεταφέρω κάτι από εσωτερικό σε εξωτερικό χώρο: Έβγαλες έξω τα σκουπίδια;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.